α) Επανέφερε στον ακαδημαϊκό Θεολογικό χώρο την προτεραιότητα της πατερικής εμπειρικής θεολογήσεως, παραμερίζοντας τον διανοητικό-στοχαστικό-μεταφυσικό τρόπο θεολογήσεως.
β) Συνέδεσε την ακαδημαϊκή θεολογία με την λατρεία και την φιλοκαλική παράδοση, καταδεικνύοντας την αλληλοπεριχώρηση θεολογίας και πνευματικής ζωής και τον ποιμαντικό-θεραπευτικό χαρακτήρα της δογματικής θεολογήσεως.
γ) Διείδε και υιοθέτησε στη θεολογική μέθοδο τον στενό σύνδεσμο δόγματος και ιστορίας και γι’ αυτό μπόρεσε να κατανοήσει, όσο λίγοι, την αλλοτρίωση και πτώση της θεολογίας στη Δυτική Ευρώπη, που επήλθε με την φραγκική κατάκτηση και αποβολή. Η καλή γνώση της ιστορίας εξ άλλου Φραγκοσύνης και Ρωμαιοσύνης (προοριζόταν για καθηγητής της Ιστορίας στο Yale) τον βοήθησε να διαπιστώσει και αναλύσει τη διαμετρική διαφορά Φράγκικου και Ρωμαίικου πολιτισμού, εισάγοντας ρωμαίικα κλειδιά στη διερεύνηση της ιστορίας και του πολιτισμού μας.
δ) Βοήθησε έτσι την πληρέστερη έρευνα και του Ελληνισμού, έξω από τις κατασκευασμένες δυτικές θέσεις, με την ορθή -ως απόλυτα τεκμηριωμένη- χρήση των ιστορικών μας ονομάτων, της σημασίας και δυναμικής τους στην ιστορική μας πορεία. Πηγή: https://www.impantokratoros.gr/romani…
Ο ιερός Χρυσόστομος στις ομιλίες του συχνά ανέλυε την Αγία Γραφή, τόσο την Παλαιά όσο και την Καινή Διαθήκη. Η σχετική διδασκαλία γινόταν στο ναό σε απογευματινές συνήθως ώρες. Ανέπτυσσε με σειρά ένα από τα κείμενα της Αγίας Γραφής πάνω σε κάποιο κεντρικό θέμα.
Κάποτε άλλαζε μέθοδο και ανέλυε ένα θέμα που έκρινε ότι χρειαζόταν να αντιμετωπιστεί, έστω κι αν δε συνδεόταν άμεσα με το βασικό θέμα.
Μια τέτοια περίπτωση έχουμε στην ανάπτυξη που έκανε πάνω στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, με τη ΜΔ’ ομιλία του. Το θέμα που τον απασχόλησε στο τέλος-τέλος της ομιλίας και που δε σχετιζόταν απολύτως με τα προηγούμενα ήταν το θέμα της «τρυφής»(δηλ. της απόλαυσης) . Αξίζει να παρακολουθήσουμε το ίδιο το κείμενο, γιατί θα μπορούσε να χαρακτηριστεί καυστικό και πιθανότατα επίκαιρο.
«Να μην απορείς, εάν την «τρυφή» [δηλαδή πλούσια και φιλήδονη ζωή πολυφαγίας και ακολασίας] την ονόμασε «αγκάθια».Κι εσύ το αγνοείς, όντας μεθυσμένος από το πάθος. Εκείνοι όμως που είναι υγιείς γνωρίζουν ότι η πολυφαγία και η ακολασία κεντάει περισσότερο από το αγκάθι και δαπανάει την ψυχή περισσότερο από τη μέριμνα, ενώ δημιουργεί χειρότερους πόνους και στο σώμα και στην ψυχή.
Γιατί δεν πλήττεται κάποιος τόσο από τη φροντίδα όσο από την αφθονία. Όταν τον άνθρωπο τον πιάνουν οι αϋπνίες, το χασμουρητό, το βάρος στο κεφάλι και πόνοι στα σπλάχνα, κατάλαβε από πόσα αγκάθια είναι χειρότερα όλα αυτά. Και όπως τ’ αγκάθια σαν τα μαζέψεις ματώνουν τα χέρια που τα κρατούν, έτσι και η πολυφαγία και η ακολασία και τα πόδια και τα χέρια και το κεφάλι και τα μάτια και απλά όλα τα μέλη τα ρημάζει.
Ξερή και άκαρπη, όπως το αγκάθι, προξενεί στενοχώρια και κακοπάθεια πολύ περισσότερη και πολύ πιο καίρια.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι για τον Πατέρα λέμε ότι δεν γεννήθηκε από κάποιον· λέμε όμως ότι αυτός είναι ο Πατέρας του Υιού. Για τον Υιό λέμε ότι δεν είναι ούτε ο αίτιος ούτε Πατέρας· λέμε ότι προέρχεται από τον Πατέρα και είναι Υιός του Πατέρα.
Και δεν λέμε ότι το Πνεύμα προέρχεται από τον Υιό· το ονομάζουμε Πνεύμα του Υιού· λέει ο θείος απόστολος: «εάν κάποιος δεν έχει το Πνεύμα του Χριστού, αυτός δεν ανήκει σ’ αυτόν».
Ομολογούμε ότι με τον Υιό μας φανερώθηκε και μεταδόθηκε. Λέει ότι «Φύσησε» και είπε στους μαθητές του: «Λάβετε το Άγιο Πνεύμα». Όπως ακριβώς η ακτίνα και η λάμψη προέρχονται από τον ήλιο –διότι αυτός είναι η πηγή της ακτίνας και της λάμψεως–, και με την ακτίνα μας μεταδίδεται η λάμψη και αυτή είναι που μας φωτίζει και στην οποία μετέχουμε. Για τον Υιό, βέβαια, ούτε λέμε ότι είναι Υιός του Πνεύματος ούτε γεννήθηκε από το Πνεύμα.
Παραλειπόμενα σημαντικού συνεδρίου για το μάθημα των Θρησκευτικών
του Ιωάννη Τάτση, Θεολόγου
Το Εργαστήριο Παιδαγωγικής – Χριστιανικής Παιδαγωγικής του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Α.Π.Θ πραγματοποίησε στις 11 και 12 Μαρτίου στη Θεσσαλονίκη πανελλήνιο επιστημονικό συνέδριο για το μάθημα των Θρησκευτικών. Η συμμετοχή σημαντικών εισηγητών, η μεγάλη δημοσιότητα που πήρε το συνέδριο και κυρίως η μαζική αποδοχή του από τον θεολογικό και εκκλησιαστικό κόσμο προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, αντιδράσεις.
-Δεν αρέσει εις εμέ, Άγιε Πνευματικέ, να αναγινώσκω εφημερίδας και να μανθάνω τα νέα αυτών, απήντησεν ούτος.
-Διά τί;
-Διότι τα γραφόμενα εις τας εφημερίδας σκοτίζουν τον νουν και δυσχεραίνουν την καθαράν προσευχήν. }089}
-Η ψυχή, όταν προσεύχηται δια τον κόσμον άνευ εφημερίδων, γνωρίζει καλύτερον πώς θλίβεται όλη η γη, γνωρίζει ωσαύτως και ποίας ανάγκας έχουν οι άνθρωποι και λυπείται δι’ αυτούς.
-Πώς δύναται αφ’ εαυτής η ψυχή να γνωρίση τι γίνεται εις τον κόσμον; Ηρώτησεν ο πνευματικός.
-Αι εφημερίδες γράφουν ουχί περί των ανθρώπων αλλά περί των γεγονότων, και πολλάκις αναληθώς. Οδηγούν τον νουν εις την σύγχυσιν, και αλήθειαν εξ αυτών δεν μανθάνεις. Ενώ η προσευχή καθαίρει τον νουν και διακρίνει καλύτερον τα πάντα.