ΣΗΜΕΡΟΝ

ἐὰν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσητε, μὴ σκληρύνητε τὰς καρδίας ὑμῶν

Παροιμίες Σολομώντος: «Ταματα προερχόμενα από χρήματα πωλουμένης πόρνης δεν είναι καθαρά και ευπρόσδεκτα ενώπιον του Κυρίου».

ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ 19, 1-14

Παρ. 19,3          Ἀφροσύνη ἀνδρὸς λυμαίνεται τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ, τὸν δὲ Θεὸν αἰτιᾶται τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ.

Παρ. 19,3                  Η απερισκεψία του ανθρώπου καταστρέφει τας πορείας της ζωής του. Αυτός δε εσωτερικώς κατηγορεί τον Θεόν ως αίτιον του ολέθρου του.

Παρ. 19,4          πλοῦτος προστίθησι φίλους πολλούς, ὁ δὲ πτωχὸς καὶ ἀπὸ τοῦ ὑπάρχοντος φίλου λείπεται.

Παρ. 19,4                 Ο πλούτος προσθέτει πολλούς φίλους, ανειλικρινείς κατά κανόνα και κόλακας, ο πτωχός όμως άνθρωπος εγκαταλείπεται πολλάκις και από αυτόν τον υπάρχοντα μοναδικόν φίλον του.

Παρ. 19,5          μάρτυς ψευδὴς οὐκ ἀτιμώρητος ἔσται, ὁ δὲ ἐγκαλῶν ἀδίκως οὐ διαφεύξεται.

Παρ. 19,5                  Ο ψευδομάρτυς δεν θα μείνη ατιμώρητος, αν οχι παρά των ανθρώπων, ασφαλώς όμως από τον Θεόν. Αλλά και εκείνος ο οποίος εισάγει εις δίκην τον αθώον, δεν θα διαφύγη την παρά του Θεού τιμωρίαν.

Παρ. 19,6          πολλοὶ θεραπεύουσι πρόσωπα βασιλέων, πᾶς δὲ ὁ κακὸς γίνεται ὄνειδος ἀνδρί.

Παρ. 19,6                 Πολλοί είναι εκείνοι, οι οποίοι υπηρετούν τους βασιλείς, ένας όμως κακός αυλικός υπηρέτης γίνεται αιτία εξευτελισμού του βασιλέως.

Συνέχεια

18/03/2013 Posted by | Σε τεμάχια | , , , , , , , | Σχολιάστε

Ἀδελφὸς ὑπὸ ἀδελφοῦ βοηθούμενος ὡς πόλις ὀχυρὰ… Παροιμίες 18, 12-22

ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ 18, 12-22.

 

Παρ. 18,12         πρὸ συντριβῆς ὑψοῦται καρδία ἀνδρός, καὶ πρὸ δόξης ταπεινοῦται.

Παρ. 18,12                Η υψηλοφροσύνη της καρδίας προηγείται από την συντριβήν του αλαζόνος, όπως και η ταπεινοφροσύνη προηγείται από την δόξαν του ταπεινού.

Παρ. 18,13         ὃς ἀποκρίνεται λόγον πρὶν ἀκοῦσαι, ἀφροσύνη αὐτῷ ἐστι καὶ ὄνειδος.

Παρ. 18,13                Εκείνος ο οποίος δίδει απάντησιν, πριν ακούση τι του λέγουν, είναι ασύνετος και εντροπιάζεται.

Παρ. 18,14         θυμὸν ἀνδρὸς πραΰνει θεράπων φρόνιμος, ὀλιγόψυχον δὲ ἄνδρα τίς ὑποίσει;

Παρ. 18,14                Τον θυμόν ενός οργισμένου κυρίου ημπορεί να καταπραΰνη και διαλύση ένας συνετός υπηρέτής. Τον μικρόψυχον όμως και λεπτολόγον άνθρωπον ποιός ημπορεί να τον υποφέρη;

Παρ. 18,15         καρδία φρονίμου κτᾶται αἴσθησιν, ὦτα δὲ σοφῶν ζητεῖ ἔννοιαν.

Παρ. 18,15                Ο νους και η καρδιά του συνετού ανθρώπου ζητεί και αποκτά συνεχώς την αληθινήν γνώσιν. Τα αυτιά δε των σοφών ευχαριστούνται να ακούουν υψηλάς εννοίας.

Παρ. 18,16         δόμα ἀνθρώπου ἐμπλατύνει αὐτὸν καὶ παρὰ δυνάσταις καθιζάνει αὐτόν.

Παρ. 18,16                Το δώρον, που με αγάπην και φιλίαν προσφέρει κανείς, ανοίγει εμπρός του πλατείς τους δρόμους της προόδου και επιτυχίας, και τον βάζει να καθήση κοντά εις άρχοντας και επισήμους.

Παρ. 18,17         δίκαιος ἑαυτοῦ κατήγορος ἐν πρωτολογίᾳ, ὡς δ᾿ ἂν ἐπιβάλῃ ὁ ἀντίδικος ἐλέγχεται.

Παρ. 18,17                Ο δίκαιος, όταν παρασυρθή εις κάποιαν αδικίαν, πρώτος θα κατηγορήση τον εαυτόν του ενώπιον του δικαστηρίου, διότι εάν τον προλάβη ο κατήγορός του και τον ελέγξη, η θέσις του θα επιβαρυνθή.

Παρ. 18,18         ἀντιλογίας παύει σιγηρός, ἐν δὲ δυναστείαις ὁρίζει.

Παρ. 18,18                Η άφωνος κλήρωσις καταπαύει αντιθέσεις και φιλονεικίας. Και κατά τας διαφωνίας των αρχόντων ο ανασυρόμενος κλήρος ορίζει το ορθόν.

Παρ. 18,19         ἀδελφὸς ὑπὸ ἀδελφοῦ βοηθούμενος ὡς πόλις ὀχυρὰ καὶ ὑψηλή, ἰσχύει δὲ ὥσπερ τεθεμελιωμένον βασίλειον.

Παρ. 18,19                Αδελφός, όταν με αγάπην βοηθήται από τον αδελφόν, είναι ωσάν ωχυρωμένη και απόρθητος πόλις, κτισμένη επάνω εις υψηλόν μέρος. Είναι δε ισχυρός ωσάν το ασάλευτον ανάκτορον, που έχει θεμελιωθή εις στερεόν έδαφος.

Παρ. 18,20         ἀπὸ καρπῶν στόματος ἀνὴρ πίμπλησι κοιλίαν αὐτοῦ, ἀπὸ δὲ καρπῶν χειλέων αὐτοῦ ἐμπλησθήσεται.

Παρ. 18,20               Από τα λόγια του, ωσάν από άλλους καρπούς, θα γεμίση κάθε άνθρωπος την ψυχήν του. Από τα λόγια του τα καλά η κακά θα πλημμυρίση και θα χορτάση ο ίδιος.

Παρ. 18, 21        θάνατος καὶ ζωὴ ἐν χειρὶ γλώσσης, οἱ δὲ κρατοῦντες αὐτῆς ἔδονται τοὺς καρποὺς αὐτῆς.

Παρ. 18,21                Εις την εξουσίαν της γλώσσης είναι ο θάνατος και η ζωη. Οσοι κατορθώνουν να συγκρατούν την γλώσσαν των, θα φάγουν τους γλυκείς και θρεπτικούς αυτής καρπούς.

Παρ. 18,22         ὃς εὗρε γυναῖκα ἀγαθήν, εὗρε χάριτας, ἔλαβε δὲ παρὰ Θεοῦ ἱλαρότητα.

Παρ. 18,22               Εκείνος, που με τον φωτισμόν του Θεού ευρήκε σύζυγον ενάρετον, επέτυχε πολλάς ωφελείας και κέρδη. Επῇρε από τον ίδιον τον Θεόν ήρεμον και ευχέριστον ζωήν.

Παρ. 18,22α       ὃς ἐκβάλλει γυναῖκα ἀγαθήν, ἐκβάλλει τὰ ἀγαθά, ὁ δὲ κατέχων μοιχαλίδα ἄφρων καὶ ἀσεβής.

Παρ. 18,22α             Οποιος όμως διώχνει την ενάρετον σύζυγόν του, διώχνει μαζή με αυτήν και τα αγαθά. Εκείνος δε ο οποίος κρατεί πλησίον του και συζή με μοιχαλίδα, είναι ασύνετος και ασεβής ενώπιον του Θεού.

Πηγή: http://www.imgap.gr/file1/AG-Pateres/AG%20KeimenoMetafrasi/PD/26.%20Paroimies.htm

 

22/12/2011 Posted by | Σε τεμάχια | , , , , , , , , , | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Ἀδελφὸς ὑπὸ ἀδελφοῦ βοηθούμενος ὡς πόλις ὀχυρὰ… Παροιμίες 18, 12-22

Ο άμυαλος άνθρωπος, δεν συμβουλεύεται σοφούς, γι αυτό και πάει πέρα δώθε. Παρ. 18, 1-11.

ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ 18, 1-11.

Παρ. 18,1          Προφάσεις ζητεῖ ἀνὴρ βουλόμενος χωρίζεσθαι ἀπὸ φίλων, ἐν παντὶ δὲ καιρῷ ἐπονείδιστος ἔσται.

Παρ. 18,1                  Προφάσεις ζητεί εκείνος, ο οποίος θέλει και επιδιώκει να χωρισθή από τους φίλους του. Αυτός όμως θα είναι πάντοτε άξιος κατακρίσεως και χλευασμού.

Παρ. 18,2          οὐ χρείαν ἔχει σοφίας ἐνδεὴς φρενῶν, μᾶλλον γὰρ ἄγεται ἀφροσύνῃ.

Παρ. 18,2                 Ο ασύνετος και άμυαλος άνθρωπος, σκοτισμένος από τον εγωϊσμόν του, δεν αισθάνεται την ανάγκην να συμβουλευθή σοφούς. Δι’ αυτό και σύρεται τήδε κακείσε από την αμυαλωσύνην του.

Παρ. 18,3          ὅταν ἔλθῃ ἀσεβὴς εἰς βάθος κακῶν, καταφρονεῖ, ἐπέρχεται δὲ αὐτῷ ἀτιμία καὶ ὄνειδος.

Παρ. 18,3                  Οταν ο ασεβής και χωρίς φόβον Θεού άνθρωπος πάρη τον κατήφορον και ολισθήση εις βάθος κακών, αναίσχυντος πλέον και πωρωμένος καταφρονεί τους πάντας. Δια τούτο επέρχεται εναντίον του ο εξευτελισμός και η καταισχύνη.

Παρ. 18,4          ὕδωρ βαθὺ λόγος ἐν καρδίᾳ ἀνδρός, ποταμὸς δὲ ἀναπηδύει καὶ πηγὴ ζωῆς.

Παρ. 18,4                 Ο λόγος, που αναβλύζει από την καρδίαν του συνετού ανθρώπου, είναι τόσον βαθύς και ωφέλιμος, όπως το ανεξάντλητον ύδωρ ενός βαθέος φρέατος. Ποταμός δε αναβλύζει από την ψυχήν του και πηγή ύδατος ζωής από το στόμα του.

Παρ. 18,5          θαυμάσαι πρόσωπον ἀσεβοῦς οὐ καλόν, οὐδὲ ὅσιον ἐκκλίνειν τὸ δίκαιον ἐν κρίσει.

Παρ. 18,5                  Το να θαυμάζη κανείς το πρόσωπον και την ζωήν του ασεβούς δεν είναι ορθόν· ούτε δε και είναι πρέπον και σύμφωνον προς το θέλημα του Θεού να διαστρέφη κανείς το δίκαιον κατά την ώραν της δίκης.

Παρ. 18,6          χείλη ἄφρονος ἄγουσιν αὐτὸν εἰς κακά, τὸ δὲ στόμα αὐτοῦ τὸ θρασὺ θάνατον ἐπικαλεῖται.

Παρ. 18,6                 Τα λόγια που βγαίνουν από το στόμα του ασύνετου, τον οδηγούν εις πειρασμούς και καταστροφάς. Το δε θρασύ του στόμα με τα προκλητικά του λόγια είναι, σαν να προκαλή εναντίον του τον θάνατον.

Παρ. 18,7          στόμα ἄφρονος συντριβὴ αὐτῷ, τὰ δὲ χείλη αὐτοῦ παγὶς τῇ ψυχῇ αὐτοῦ.

Παρ. 18,7                  Το στόμα του άφρονος είναι η καταστροφή του και τα λόγια των χειλέων του είναι παγίς, όπου συλλαμβάνεται και καταστρέφεται η ζωή του.

Παρ. 18,8          ὀκνηροὺς καταβάλλει φόβος, ψυχαὶ δὲ ἀνδρογύνων πεινάσουσιν.

Παρ. 18,8                 Οι οκνηροί και απρόθυμοι εις την εργασίαν καταβάλλονται από φόβον, οι δε θηλυπρεπείς και μαλθακοί θα πεινάσουν.

Παρ. 18,9          ὁ μὴ ἰώμενος ἑαυτὸν ἐν τοῖς ἔργοις αὑτοῦ ἀδελφός ἐστι τοῦ λυμαινομένου ἑαυτόν.

Παρ. 18,9                 Εκείνος ο οποίος δεν καταπολεμεί την οκνηρίαν και δεν προσπαθεί να εξυπηρετήση τον εαυτόν του με την εργατικότητά του, αυτός είναι όμοιος με εκείνον, που οδηγεί τον εαυτόν του στον όλεθρον.

Παρ. 18,10         ἐκ μεγαλωσύνης ἰσχύος ὄνομα Κυρίου, αὐτῷ δὲ προσδραμόντες δίκαιοι ὑψοῦνται.

Παρ. 18,10                Το όνομα του Κυρίου είναι όνομα μεγαλοπρεπείας και παντοδυναμίας. Εις αυτό όταν καταφεύγουν οι δίκαιοι, υψώνονται και δοξάζοναι.

Παρ. 18,11         ὕπαρξις πλουσίου ἀνδρὸς πόλις ὀχυρά, ἡ δὲ δόξα αὐτῆς μέγα ἐπισκιάζει.

Παρ. 18,11                Η περιουσία του ευσεβούς πλουσίου είναι ασφαλής, όπως η οχυρά πόλις· η δόξα δε αυτής τον επισκιάζει και τον επαναπαύει.

Πηγή: http://www.imgap.gr/file1/AG-Pateres/AG%20KeimenoMetafrasi/PD/26.%20Paroimies.htm

Το κείμενο χωρίς μετάφραση:

1 Προφάσεις ζητεῖ ἀνὴρ βουλόμενος χωρίζεσθαι ἀπὸ φίλων, ἐν παντὶ δὲ καιρῷ ἐπονείδιστος ἔσται. 2 οὐ χρείαν ἔχει σοφίας ἐνδεὴς φρενῶν, μᾶλλον γὰρ ἄγεται ἀφροσύνῃ. 3 ὅταν ἔλθῃ ἀσεβὴς εἰς βάθος κακῶν, καταφρονεῖ, επέρχεται δὲ αὐτῷ ἀτιμία καὶ ὄνειδος. 4 ὕδωρ βαθὺ λόγος ἐν καρδίᾳ ἀνδρός, ποταμὸς δὲ ἀναπηδύει καὶ πηγὴ ζωῆς. 5 θαυμάσαι πρόσωπον ἀσεβοῦς οὐ καλόν, οὐδὲ ὅσιον ἐκκλίνειν τὸ δίκαιον ἐν κρίσει. 6 χείλη ἄφρονος ἄγουσιν αὐτὸν εἰς κακά, τὸ δὲ στόμα αὐτοῦ τὸ θρασὺ θάνατον ἐπικαλεῖται. 7 στόμα ἄφρονος συντριβὴ αὐτῷ, τὰ δὲ χείλη αὐτοῦ παγὶς τῇ ψυχῇ αὐτοῦ. 8 ὀκνηροὺς καταβάλλει φόβος, ψυχαὶ δὲ ἀνδρογύνων πεινάσουσιν. 9 ὁ μὴ ἰώμενος ἑαυτὸν ἐν τοῖς ἔργοις αὑτοῦ ἀδελφός ἐστι τοῦ λυμαινομένου ἑαυτόν. 10 ἐκ μεγαλωσύνης ἰσχύος ὄνομα Κυρίου, αὐτῷ δὲ προσδραμόντες δίκαιοι ὑψοῦνται. 11 ὕπαρξις πλουσίου ἀνδρὸς πόλις ὀχυρά, ἡ δὲ δόξα αὐτῆς μέγα ἐπισκιάζει.

29/11/2011 Posted by | Σε τεμάχια | , , , , , , , | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Ο άμυαλος άνθρωπος, δεν συμβουλεύεται σοφούς, γι αυτό και πάει πέρα δώθε. Παρ. 18, 1-11.

   

Αρέσει σε %d bloggers: