ΣΗΜΕΡΟΝ

ἐὰν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσητε, μὴ σκληρύνητε τὰς καρδίας ὑμῶν

«Ο Καλόγερος» του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη

Ο ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ

ΜΙΚΡΑ ΜΕΛΕΤΗ

Α΄

     Οσάκις ηνοίγετο η θύρα του μικρού οικίσκου, δυσμόθεν, απέναντι της πύλης του ναού, και δύο νεάνιδες, ισχναί, χλωμαί, η μία ολίγον τι νοστιμούλα, η άλλη σχεδόν άσχημη, προέκυπτον εις το άνοιγμα, κοιτάζουσαι περιέργως τα συμβαίνοντα εις την οδόν, ή εις τους διαβάτας, ως κάμνουν τα πτωχοκόριτσα όταν δεν έχουν εργασίαν, ή όταν η περιοδική οκνηρία διά της φαντασίας και της κεφαλής καταβεί εις τους βραχίονας και την μέσην των, τότε εφαίνετο και μία πρεσβυτική μορφή γυναικός όπισθέν των, κόκκινη, στρογγύλη, όχι πολύ ερρυτιδωμένη ακόμη, ήτις πρέπει να ήτο η μήτηρ των δύο νεανίδων, και εφαίνετο ότι εις τον καιρόν της θα ήτο πολύ νοστιμωτέρα αφ’ όσον ήσαν σήμερον αι δύο κόραι της.

     Τότε απ’ αντικρύ μία των γειτονισσών, η κυρα-Κώσταινα, αγαπώσα την κακολογίαν, όσον και πάσα άλλη, έλεγε:

–         Να οι παπαδιές!

     Και ο διαβάτης, όστις ήτο από άλλην συνοικίαν, και τυχαίως συνέβαινε να περνά απ’ εκεί, ακούων την λέξιν ταύτην, εγύριζε με απορίαν προς το μέρος της μεσήλικος γυναικός, ισταμένης και αυτής παρά την θύραν της οικίας της, νηθούσης ορθοστάδην με μεγάλην ρόκαν, περί ην ήτο τυλιγμένη παχεία τολύπη μαλλίου, αδυνατών να εννοήσει πώς συνέβαινε να υπάρχωσι τρεις παπαδιές επί το αυτό, εις πόλιν μάλιστα όπου λεληθότως και παρανόμως τείνει να καταργηθεί διά τους ιερείς ο θεσμός του γάμου. Αλλ’ η κυρα-Κώσταινα, επιφυλακτική, σιωπηλή, συνέστελλε τα χείλη, στυγνή ως Σφιγξ ήτις, αφού είπε το αίνιγμά της, άφηνεν ασπλάγχνως τα θύματά της να βασανίζωνται διά να εύρωσιν, αν δύνανται, την λύσιν.

* * *

 

     Μίαν εσπέραν, ο πάτερ Σαμουήλ, αφού εψάλη ο εσπερινός, κατά το σύνηθες, εξήλθε παρά την θύραν του ναού, συνηθίζων ν’ αφήνει τον ναόν ανοικτόν και μετά τον εσπερινόν επί μίαν ώραν, με την ελπίδα ότι θα εισέλθει τις των διαβατών να κολλήσει κηρίον. Ο πάτερ Σαμουήλ ήτο νέος ακόμη, ολιγώτερον των σαράντα ετών, και είχεν έλθει εκ του Αγίου Όρους διά να ιατρευθεί εκ της οφθαλμίας, υφ’ ης έπασχεν, προσκολληθείς, χάριν προσκαίρου εξοικονομήσεως παρά τινι ενοριακή εκκλησία των Αθηνών ως νεωκόρος. Αλλ’ αφού ιατρεύθη, παρήλθον έτη, και εξηκολούθησε να μένει εις την θέσιν του νεωκόρου, μελετών μεν να επανέλθει ως τάχιστα εις την Μονήν της μετανοίας του, αλλ’ ουδέποτε αποφασίζων. Είχεν αξιωθεί δε της εμπιστοσύνης των επιτρόπων του ναού, οίτινες έλεγον ότι ουδέποτε απήντησαν πιστότερον άνθρωπον και καθαρωτέρας χείρας. Και την υπόληψιν δε της ενορίας όλης σχεδόν την είχεν ο πάτερ Σαμουήλ. Αλλά μόνον είς ενορίτης γείτων, κατοικών ου μακράν της εκκλησίας, παρά την καμπήν της πρώτης οδού, τον επείραζε τον καημένον τον καλόγηρον, δεν τον άφηνε «σε χλωρό κλαδί». Ούτος ήτο ο κυρ Γιάννης ο Μανάφτης, πεντηκοντούτης, ευτραφής, πρώην εμπορευόμενος, μετρίως εύπορος, έγγαμος και πατήρ τέκνων. Ήξευρεν ολίγα γράμματα και ήτο τακτικός αναγνώστης εκκλησιαστικών βιβλίων. Είχεν έν ελάττωμα, το ότι «εχάνετο διά ξένας υποθέσεις». Άμα λοιπόν συνήντα καθ’ οδόν ή εις τα πρόθυρα του ναού τον πάτερ Σαμουήλ, όστις τον εχαιρέτα ταπεινώς και υπομειδιών πάντοτε, καθώς εσυνήθιζεν, (ο καλόγερος ήτο μέτριος το ανάστημα, ξανθός, μελιχρός και ευπροσήγορος), ο κυρ Γιάννης ο Μανάφτης, αντί παντός χαιρετισμού, του έλεγε:

–         «Τι προσήλθες, αδελφέ;»

     Ή:

–         «Μη έκ τινος ανάγκης ή βίας;» ή άλλο τι παραπλήσιον. Όλα ρητά ειλημμένα εκ

των ερωταποκρίσεων των γινομένων κατά την τελετήν της κουράς Μοναχού, δι’ ων ανεμίμνησκεν εις τον πτωχόν νεωκόρον τας πνευματικάς του υποσχέσεις και υποχρεώσεις. Ο πάτερ Σαμουήλ πότε εμειδία ανεχόμενος, πότε εφουρκίζετο και «δεν εσήκωνε πειρασμόν», πότε έκρυπτε την στενοχωρίαν του και τον θυμόν του. Αλλ’ ο κυρ Γιάννης δεν εφαίνετο βαρυνθείς να επαναλαμβάνει το πείραμα.

      Και την εσπέραν λοιπόν εκείνην, διαβαίνων ο κυρ Γιάννης και ιδών τον καλόγηρον, έκαμε νεύμα της κεφαλής, και τον προσηγόρευσεν λέγων:

–         «Λάβε το ψαλίδιον και επίδος μοι αυτό».

     Αινιττόμενος την τάξιν την γινομένην εν τη προμνημονευθήσει κουρά Μοναχού ή «Ακολουθία του Αγγελικού Σχήματος», καθ’ ην, όπως δειχθεί το αυτοπροαίρετον και αβίαστον της προσελεύσεως εις τον μοναστικόν βίον, ο ιερεύς τρις επιτάττει τω δοκίμω να τω επιδώσει ιδία χειρί το ψαλίδιον, και αφού δις το επιστρέψει επί της τραπέζης, μετά την τρίτην επίδοσιν μόλις εκτελεί την κουράν.

     Την φοράν ταύτην, ο καλόγερος εθύμωσε πλέον του συνήθους. Ίσως συνετέλεσεν εις τούτο και το ότι, επειδή ήτο εσπέρας Κυριακής του Μαΐου, η μικρά προ του ναού πλατεία δεν ήτο εντελώς έρημος ανθρώπων. Ίσως ο πάτερ Σαμουήλ εφοβήθη μη ακούσωσι και άλλοι και νοήσωσι τους υπαινιγμούς του κυρ Γιάννη. Εδώ κι εκεί ήσαν παιδία παίζοντα, είτα δύο ή τρεις νέοι ίσταντο ολίγον απωτέρω συνομιλούντες. Η κυρα-Κώσταινα εκάθητο και αυτή άνευ της ρόκας της, ενώπιον της θύρας της οικίας της, αντικρύ του ναού, και ολίγον τι μεσημβρινώτερον εφαίνοντο ιστάμεναι προ της θύρας του οικίσκου των εκείναι, τας οποίας αυτή ωνόμαζε παπαδιές.

     –    Για να σου πω, κυρ Γιάννη, είπε μεθ’ υποζέοντος θυμού ο καλόγηρος· είναι μια παροιμία που λέγει: Εκείνος πo’ χει τα γένεια, έχει και τα χτένια.

–         Το ξέρω, πάτερ Σαμουήλ, απήντησεν ο κυρ Γιάννης, μα είναι και μια άλλη που

 λέει: όποιος μ’ θέλει το καλό μ’, με κάνει και κλαίω.

     Ο καλόγηρος, σκυθρωπός, δεν εδευτερολόγησεν. Αλλ’ ο κυρ Γιάννης, όστις ήτο κατά βάθος φιλάνθρωπος, διά να τον παρηγορήσει μάλλον, προσέθηκε:

     –    Δεν θυμάμαι τι λέγει ο θείος Χρυσόστομος, δεν ξέρω και πολλά γράμματα, η οσιότης σου γνωρίζεις καλύτερα· μου φαίνεται πως λέει: «καλύτερες είναι οι ξυλιές των φίλων παρά τα φιλήματα των εχθρών».

–         Δεν ξέρω να το λέει αυτό πουθενά, απεφάνθη μετά πεισμονής ο καλόγηρος.

–         Πώς δεν το λέει; επέμενεν ηπίως ο κυρ Γιάννης· είπα δα πως δεν ξέρω πολλά

 γράμματα αλλ’ ως την δευτέρα του Ελληνικού επήγα, και στα χρόνια μας δεν το είχαν σε ντροπή τους να παραδίδουν τους λόγους των αγίων Πατέρων, καθώς τώρα. Τον λόγο εις τον Ευτρόπιον τον επαραδόθηκα κι εγώ και να πώς λέει, αν θέλεις να σου πω το κείμενο, που μας έβαζαν τότε οι δάσκαλοι να το μαθαίνουμε απ’ όξω, επανέλαβεν ο κυρ Γιάννης: «Ουκ έλεγόν σοι, ηνίκα συνεχώς επετίμας μοι λέγοντι ταληθή, ότι εγώ σε φιλώ μάλλον των κολακευόντων; εγώ ο ελέγχων πλέον κήδομαι των χαριζομένων; ου προσετίθην τοις ρήμασι τούτοις ότι ανεκτότερα τραύματα φίλων υπέρ εκούσια φιλήματα εχθρών; Ει των εμών ηνέσχου τραυμάτων, ουκ αν σοι τα φιλήματα εκείνων τον θάνατον τούτον έτεκε· τα γαρ τραύματα υγίειαν εργάζεται· τα δ’ εκείνων φιλήματα νόσον ανίατον παρεσκεύασε.

–         Εκείνος ήτον ο μέγας Χρυσόστομος, είπεν ο καλόγηρος.

–         Το ξέρω, και γι’ αυτό τον επικαλούμαι κι εγώ και βγάζω το καπέλο μου, και

 σκύφτω ως τη γη μπροστά του, είπε συνοδεύων τον λόγον διά κινήσεων και χειρονομιών ο κυρ Γιάννης· μα ως τόσο κι εγώ δεν σου τα είπα για κακό, και αφού θυμώνεις, σου υπόσχομαι ότι από δω κι εμπρός δεν θα σου κάμω λόγο πλέον. Ένα μόνον θέλω να σου πω, ότι εμείς ο απλός λαός, να ξέρεις, δίνομε μεγαλύτερη σημασία στις λέξεις παρά στα πράγματα. Οι λέξεις τι σε πειράζουν, κι εγώ τι σου φταίω αν κοπανίζω αέρα με τη γλώσσα μου; Τα πράγματα να κοιτάζεις· η συνείδησή σου τι σου λέει; Είναι η συνείδησή σου καθαρή; Τότε απ’ τις λέξεις δεν έχεις να φοβηθείς τίποτε. Τώρα σχώρεσέ με, αδελφέ μου, κι άλλη φορά πλέον δεν σου ξαναλέω τίποτε γι’ αυτά τα πράγματα.

–         Κάθε αρνάκι απ’ το ποδαράκι, συνεπέρανε δι’ άλλης πάλιν παροιμίας ο

 καλόγηρος.

     Και ο κυρ Γιάννης εστράφη προς το δυτικόν μέρος κι επήγε να εύρει τους φίλους του τους συζητητικούς και συμποτικούς, μεθ’ ων έπαιρνε το ορεκτικόν του κατά πάσαν εσπέραν, πριν απέλθει οίκαδε διά το δείπνον.

     Μόλις είχε στρέψει ούτος τα νώτα και η γραία Τασού (ήτο η μήτηρ των δύο νεανίδων, τας οποίας η κυρα-Κώσταινα ετιτλοφόρει παπαδιές, πενηνταπέντε ετών, με κόκκινον πρόσωπον, όχι πολύ ζαρωμένη) επλησίασεν εις τον καλόγηρον, τον εκαλησπέρισεν, εισήλθεν εις τον ναόν, έκαμε τον σταυρόν της, και σταθείσα παρά το παγκάρι (διότι έκαμνεν ευχαρίστως την εκκλησιάρχισσαν), εστράφη προς τον μοναχόν, ιστάμενον παρά την παραστάδα της θύρας, και του λέγει:

–         Τι σου είπε Σαμουήλ;

–         Ποιος;

–         Ο κυρ Γιάννης ο Μανάφτης.

–          Τα μαθημένα, δεν ξέρεις;

–         Και τι θα πουν εκείνα δα που σου λέει, πολλές φορές;

–         Ποια;

–         Σάμπως γυρίζει η γλώσσα μου να τα πω; Σου λέει: «Τι μας ήρθες, αδερφέ;» και «απομένεις πάσα χλίψη και στενοχωρία;» και κάτι άλλα.

–         Καθένας ελεύθερος είναι να λέει, δεν βαριέσαι;

–         Και τι θα πουν, σε τι απάνου σού τα λέει;

–         Μου λέει τάχα… είπε στενοχωρημένος κι ερυθριών ο καλόγερος… ότι πως… ότι δηλαδή να έχω το νου μου, και να υπηρετώ την εκκλησιά με ζήλο.

–         Και μήπως δεν υπηρετάς καλύτερ’ από καθένανε, τουλόγου σου;

–         Αλήθεια… μα κόσμος είναι, τι τα θέλεις; Δεν μπορεί κανείς να τους ευχαριστήσει όλους…

     Την στιγμήν εκείνην εισώρμησαν εις την εκκλησίαν δύο παιδιά της γειτονιάς, ο είς δεκαπεντούτης, ο άλλος δεκατετραέτης, εκβάλλοντες ακόμη καπνόν από τους ρώθωνας, ανυπόδητοι, κακοφορεμένοι, άνιπτοι. Ο είς είχε πετάξει αρτίως το τσιγάρο έξω του ναού, ο άλλος το άφησεν αναμμένον επί τινος μαρμάρου έξω της θύρας, επιφυλαττόμενος άμα εξέλθει να το αναλάβει. Και οι δύο φαιδροί, θορυβοποιοί, πατούντες επί των πλακών μετά κρότου, εφώναξαν με την γνωστήν επιχώριον προφοράν προς τον Σαμουήλ:

–         Καλόγερε! καλόγερε! Για βγάλε μας την κολυμπήθρα…

–         Γλήγορα! γλήγορα! είπε και ο άλλος.

–         Τι τρέχει, παιδιά;

–         Έχουμε βάφτιση. Ετοίμασε τα σύνεργα.

–         Ετοίμασε τα θυμιατά κι όλα τα πώς-τα-λένε, προσέθηκεν ο έτερος.

–         Αμέσως! αμέσως!

     Ούτοι ήσαν οι δύο βοηθοί του καλογήρου, οίτινες μετεκόμιζον την κολυμβήθραν εις τας οικίας, διά τας βαπτίσεις. Οι ίδιοι εξεκώφαινον και τους ενορίτας δι’ υπερμέτρου και ατελευτήτου κωδωνοκρουσίας κατά τας εορτάς, ενίοτε και κατά τας καθημερινάς. Οι αυτοί δε, διανυκτερεύοντες πλειστάκις εις το ύπαιθρον όπισθεν των τοιχών του ναού, ήναπτον πυρά, κι ενίοτε προσείλκυον νεώτερα και αθωότερα παιδία εις την ποθεινήν συναναστροφήν των.

     Ο Σαμουήλ εξήγαγεν εκ του ιερού Βήματος τα άμφια, το Ευχολόγιον, το Μυροδοχείον και το θυμιατόν, παρέδωκε την κολυμβήθραν εις τους δύο αγυιόπαιδας, και ηκολούθησε και αυτός κατόπιν των, μεταβαίνων εις την οικίαν όπου έμελλε να τελεσθεί η βάπτισις. Αφήκεν εις την κυρα-Τασού την παραγγελίαν να κλειδώσει τον ναόν. Αύτη δε την τελευταίαν στιγμήν του είπε με ψίθυρον φωνήν:

–         Θα σε ιδούμε το βράδυ; Έχουν κάτι να σου πουν τα κορίτσια.

     Ο καλόγηρος είπε: «θα ’ρθω», και στραφείς είδεν αντικρύ του την κυρα-Κώσταιναν, ήτις είχεν επ’ αυτού εστηλωμένον το βλέμμα, βλέμμα μεστόν υποψίας και κακοβουλίας.

συνεχίζεται…

πηγή: sarantakos.com

22/06/2013 - Posted by | Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ - ΚΑΛΟΓΕΡΙΚΗ | , , , , ,

Δεν υπάρχουν σχόλια.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: